φιλοτέλεια

φιλοτέλεια
η, Ν
ο φιλοτελισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. philatelie από τη σύνθ. τών ελλ. λ. φίλος και ατέλεια, ονομασία που οφείλεται στο γεγονός ότι το γραμματόσημο επέτρεψε την παραλαβή τής επιστολής ατελώς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλοτέλεια — η η αγάπη για συλλογή και μελέτη γραμματοσήμων, η γραμματοσημοφιλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοτελικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοτέλεια ή τους φιλοτελιστές (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοτελισμός — ο η αγάπη προς τη φιλοτέλεια (βλ. λ.), η απασχόληση με τη συλλογή, ταξινόμηση, μελέτη και εμπορία των γραμματοσήμων, η γραμματοσημοφιλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοτελιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που ασχολείται με τη φιλοτέλεια (βλ. λ.), ο συλλέκτης γραμματοσήμων, ο γραμματοσημόφιλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”