- φιλοτέλεια
- η, Νο φιλοτελισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. philatelie από τη σύνθ. τών ελλ. λ. φίλος και ατέλεια, ονομασία που οφείλεται στο γεγονός ότι το γραμματόσημο επέτρεψε την παραλαβή τής επιστολής ατελώς].
Dictionary of Greek. 2013.